-
1 δια-τρέφω
δια-τρέφω, ganz u. gar ernähren, erhalten; στρατιάν Isocr. 4, 153; οἰκίαν ἀπό τινος Xen. Mem. 2, 7, 6; Sp., wie Ath. VI, 237 a, διετρέφοντό τινι Thuc. 4, 39.
1 δια-τρέφω
δια-τρέφω, ganz u. gar ernähren, erhalten; στρατιάν Isocr. 4, 153; οἰκίαν ἀπό τινος Xen. Mem. 2, 7, 6; Sp., wie Ath. VI, 237 a, διετρέφοντό τινι Thuc. 4, 39.